- ὠτοθλαδίας
- ὠτο-θλᾰδίας, ου, ὁ,A = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠτοθλαδίας — ὠτοθλαδίᾱς , ὠτοθλαδίας masc acc pl ὠτοθλαδίᾱς , ὠτοθλαδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτοθλαδίας — και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + θλαδίας* (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)] … Dictionary of Greek